Μια φορά κι έναν καιρό έφτασε στη Βαγδάτη ένας περιπλανώμενος ζητιάνος.
Τα βήματά του τον έφεραν μπροστά στη βιτρίνα ενός χαλβατζίδικου όπου υπήρχαν όλων των ειδών οι χαλβάδες, στολισμένοι σε μεγάλους μπρούντζινους δίσκους.
Ανήμπορος να κυριαρχήσει στον εαυτό του, ο ζητιάνος μπήκε στο μαγαζί και, αφού παίνεψε τον χαλβατζή για τα.....
γλυκά του, άρχισε να τρώει με μανία ώσπου χόρτασε.
Και πάλι όμως δεν σταμάτησε.
Ο χαλβατζής του ζήτησε να αφήσει αμέσως το κουτάλι και να τον πληρώσει γι αυτό που έφαγε.
Ο ζητιάνος δεν του έδωσε σημασία, παρά συνέχισε να τρώει με βουλιμία.
Τότε ο χαλβατζής πήρε ένα ραβδί και άρχισε να τον χτυπάει.
Ο ζητιάνος σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε:
"Τι δοξασμένη και ευλογημένη πόλη που είναι η Βαγδάτη.
Εδώ αναγκάζουν τους ανθρώπους ακόμη και με ξύλο να φάνε χαλβά.
Τι να κάνω;
Δεν έχω άλλη επιλογή από το να συνεχίσω να τρώω ώσπου να πεθάνω!".
Τι γλύκισμα είναι λοιπόν αυτό που ακόμη και όταν σε δέρνουν δεν πείθεσαι να το αφήσεις;
Είναι το απλό γλυκό διαδεδομένο από τα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή ως την Ινδία και την Αφρική.
Η λέξη "χαλβάς" προέρχεται από την αραβική ρίζα halwa και σημαίνει γλυκό.
Γνωστός σε πολλές παραλλαγές, με κύρια συστατικά τη ζάχαρη και κάποιο άμυλο, ο χαλβάς είναι ίσως το αρχαιότερο και σίγουρα το κατ εξοχήν παραδοσιακό γλυκό της τουρκικής κουζίνας.
Τον 13ο αιώνα έγινε μέλος της τελετουργίας μύησης (τελετή του χαλβά) στα τάγμα των Μεβλελήδων και τον 15ο αιώνα στην αδελφότητα των Αχήδων.
Μια τελετουργία που εξελίχθηκε στις "Συναντήσεις του χαλβά", μια ευκαιρία για βεγγέρες πλουσίων κυρίως αστών ανδρών όπου οι κουβέντες και οι φιλίες δομούνταν γύρω από τραπέζια με αλμυρά και γλυκά εδέσματα και οπωσδήποτε με κατανάλωση ποσοτήτων χαλβά.
Οι συναντήσεις αυτές δεν γίνονται πλέον, αλλά η παρασκευή και το μοίρασμα του χαλβά ως μνημόσυνο για τους νεκρούς καθώς και η κατανάλωσή του κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού και άλλων θρησκευτικών γιορτών έχον τη ρίζα τους στις παλιές τελετουργίες.
Όλα ετούτα αφορούν τη μεγάλη κατηγορία των αλευροχαλβάδων οι οποίοι παρασκευάζονται καβουρντίζοντας αλεύρι σε βούτυρο ή λάδι και περιχύνοντάς το εν συνεχεία με σιρόπι, πετιμέζι ή αραιωμένο μέλι.
Στους αλευροχαλβάδες υπάγεται και ο σαπουνέ χαλβάς Φαρσάλων που γίνεται με ριζάλευρο και βούτυρο.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και ο σιμιγδαλένιος χαλβάς.
Αφήνουμε λοιπόν στην άκρη τους τυροχαλβάδες και τον χαλβά ταχινιού (χαλβάς του μπακάλη) που έχουν τη δική τους μεγάλη ιστορία και πιάνουμε τον σιμιγδαλένιο.
Με την αυγή του 20ου αιώνα το αλεύρι αντικαταστάθηκε σταδιακά στις συνταγές των αλευροχαλβάδων με σιμιγδάλι και δημιουργήθηκε ο γνωστός και ως "χαλβάς 1,2,3,4" γιατί φτιάχνεται με 1 ποτήρι λάδι, 2 ποτήρια σιμιγδάλι, 3 ποτήρια ζάχαρη και 4 ποτήρια νερό.
Το λάδι είναι συνήθως κάποιο σπορέλαιο και γι αυτό και ο συγκεκριμένος χαλβάς κάνει θράση τις περιόδους της νηστείας.
Πολύ συχνά περιέχει αμύγδαλα, κουκουνάρια, καρύδια και σταφίδες και αρωματίζεται από φλούδες εσπεριδοειδών.
Στο τέλος πασπαλίζεται με ένα λεπτό πέπλο κανέλας.
Ο πολίτικος χαλβάς φτιάχνεται με παρόμοιο τρόπο, αλλά έχει γάλα και ανθόγαλα.
Έλκει δε την καταγωγή του μάλλον από τον αυτοκρατορικό χαλβά (Helva - yiHakani) που περιέχει βούτυρο, γάλα, καϊμάκι και εξαιτίας του πλούτου των υλικών τα οποία δεν ήταν εύκολα προσβάσιμα στον λαό λεγόταν και αυτοκρατορικός.
Με σιμιγδάλι, βούτυρο και αβγά φτιάχνεται στον φούρνο και ο χαλβάς της Ρήνας, ένα γλύκισμα που σιροπιάζεται έπειτα και φέρνει περισσότερο στη γεύση προς το ραβανί.
Αυτός ο τελευταίος μαζί με τον γαλατένιο πολίτικο είναι οι πιο συνηθισμένες παραλλαγές του σιμιγδαλένιου χαλβά.
Αυτού που για να καταλάβουμε ότι είναι ώρα να τον κατεβάσουμε από τη φωτιά, μπήγουμε στην κατσαρόλα ένα όρθιο κουτάλι που πρέπει να παραμείνει κάθετο.
Μια διαδικασία που κάνει τα παιδικά μάτια να ανοίγουν διάπλατα μπροστά στα θαυμαστά πράγματα τούτου του κόσμου.
Ή μια οικιακή τελετή μύησης στα μυστήρια και στις ευωδιές της κουζίνας.
Η δική μας τελετή του χαλβά.
Μέλισσα Στοϊλη
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου